συνεπισπώ

συνεπισπώ
-άω, ΜΑ
έλκω προς το μέρος μου μαζί ή συγχρόνως με άλλον («ἵππος...βίᾳ συνεπισπάσας τὸν ἡνίοχον εἰς τὸ ῥεῑθρον», Πλούτ.)
μσν.
μτφ. εξεμώ, ξερνώ πολλά μαζί
αρχ.
μέσ. συνεπισπῶμαι, -άομαι
α) συμπαρασύρω μαζί μου στην καταστροφή («καὶ τοὺς φίλους ξυνεπισπασάμενος», Πλάτ.)
β) (για μαγνήτη) έλκω προς το μέρος μου («συνεπισπᾱσθαι τὸν σίδηρον», Επίκ.)
γ) (για αρθρώσεις τού σώματος) συνδέω, συνάπτω («ἑαυτοῑς συνεπισπᾱσθαι τοὺς σπονδύλους», Γαλ.)
δ) προκαλώ, προξενώ («συνεπισπάσασθαι κακά», Φιλόδ.)
ε) παίρνω κάποιον με το μέρος μου, πείθω κάποιον («μὴ δυναμένων...συνεπισπᾱσθαι τοὺς ἰδίους πολίτας», Πολ.)
στ) εισπνέω συγχρόνως («ὥστε οἱ ἐν ἀκμῇ πλείω συνεπισπῶνται τὸν ἀέρα», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐπισπῶ «έλκω προς το μέρος μου»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συνεπισπῶ — συνεπισπάω draw on together pres imperat mp 2nd sg συνεπισπάω draw on together pres subj act 1st sg (attic epic ionic) συνεπισπάω draw on together pres ind act 1st sg (attic epic ionic) συνεπισπάω draw on together pres subj act 1st sg (attic epic …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπάω — σπῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. βλ. σπάζω μσν. αρχ. 1. ανασπώ, βγάζω από τη θήκη (α. «ξίφος σπάσαντα», Ευρ. β. «φάσγανον σπάσας χερί», Ευρ.) 2. προκαλώ συστροφή ή σπασμό αρχ. 1. τραβώ προς το μέρος μου και αποσπώ, κόβω («σπασάμην ῥῶπάς τε λύγους τε», Ομ. Οδ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”